- ἔπακρος
- ἔπακρος, ον, ([etym.] ἄκρα)A pointed at the end, Hp.Morb.2.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έπακρος — (Α ἔπακρος, ον) (νεοελλ. μόνο το ουδ. ως ουσ.) το έπακρο(ν) το ακρότατο σημείο, το μη περαιτέρω (φρ. «εις το έπακρον» πάρα πολύ, υπερβολικά, σε μέγιστο βαθμό, στο ακρότατο σημείο) αρχ. οξύς, μυτερός στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άκρα «άκρη,… … Dictionary of Greek
ἔπακρον — ἔπακρος pointed at the end masc/fem acc sg ἔπακρος pointed at the end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπακρα — ἔπακρος pointed at the end neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)